- κεραμοπώλης
- οο πωλητής κεραμιδιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεραμοπώλης — ο (Α κεραμοπώλης) ο πωλητής ειδών κεραμικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + πώλης (< πωλώ)] … Dictionary of Greek
κεραμοπῶλαι — κεραμοπώλης seller of pottery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεραμοπωλείο — το (ΑΜ κεραμοπωλεῑον) [κεραμοπώλης] κατάστημα πώλησης κεραμιδιών ή, γενικά, ειδών κεραμικής … Dictionary of Greek
κεραμοπωλώ — κεραμοπωλῶ, έω (Α) [κεραμοπώλης] πωλώ πήλινα σκεύη … Dictionary of Greek